Search

Καλωσορίσατε στο Όγδοο ... Θαύμα

Λογοτεχνικό στέκι

23 Νοεμβρίου 2016

Έρωτεύομαι σημαίνει ...



Ερωτεύομαι σημαίνει ανοίγω φτερά και πετώ. Από μια αχτίδα ήλιου κρατιέμαι σα να μην υπάρχει αύριο. Κάνω βουτιά στα γαλάζια νερά του πελάγους και κολυμπώ δίχως ποτέ να κουράζομαι.

Ερωτεύομαι σημαίνει αδημονώ για ένα βλέμμα καυτό, για ένα άγγιγμα ζεστό, για ένα χάδι απαλό. Σημαίνει σιγοτραγουδώ στη θύμηση εκείνων των ματιών, εκείνων των θανατηφόρων λέξεων που ολοένα και περισσότερο με οδηγούν στην καταστροφή.

Ερωτεύομαι σημαίνει μάχομαι με τον εαυτό μου… μια μάχη που ξέρω πως θα χάσω. Δίνω μάχη ενάντια στα αδυσώπητα θέλω μου και τις ακατανίκητες επιθυμίες μου. Παλεύω ασταμάτητα με την επαναστάτρια καρδία μου και τ’ ανυπέρβατα συναισθήματά μου που με κατακλύζουν κάθε ώρα και λεπτό.

Ερωτεύομαι σημαίνει υποτάσσομαι. Υποτάσσομαι στις σκέψεις, στις λέξεις, στο άγγιγμα, στην αγκαλιά, στο χάδι, στη ματιά, στην ηδονή που νιώθω όταν η μεταξύ μας απόσταση μηδενίζεται και πια κάθε λογική σκέψη εξατμίζεται στον ήλιο που λάμπει μέσα στα μάτια σου.

 Ερωτεύομαι σημαίνει δαγκώνω το κάτω χείλος μου και περιμένω με ανυπομονησία την κίνηση σου τη λυτρωτική. Σημαίνει αισθάνομαι την καρδιά μου να χτυπά σαν ταμπούρλο καθώς συρρέουν από κάθε της γωνιά σήματα προσμονής και αγωνίας.

Ερωτεύομαι σημαίνει παραδίνομαι ολοκληρωτικά σ’ αυτό το φιλί που θάλασσες διασχίζει και βουνά γκρεμίζει σαν τα χείλη μας ενωθούν στο πρώτο φως της μέρας. Ρίχνω στη λήθη όλ’ αυτά που με βαραίνουν κι εμποδίζουν την ψυχή μου να αφεθεί στα δίχτυα της απόλυτης ευτυχίας.



 Ερωτεύομαι σημαίνει πεθαίνω κι ανασταίνομαι, ξαναγεννιέμαι μέσ’ από τις στάχτες μιας άσκοπης ύπαρξης και βλέπω πια τα πάντα καθαρά. Οι νόμοι του σύμπαντος μου ξαναγράφονται και τίποτα δεν είναι όπως ήταν παλιά. Όλα αλλάζουν, μαζί κι εγώ, κι η ζωή μου αρχίζει να χορεύει στον ξέφρενο ρυθμό της καρδιάς!!!

Κατερίνα Καβαλλιεράτου


Έναστρη νύχτα του Βαν Γκογκ



29 Ιανουαρίου 2014
Όνειρο ήταν


 Περιπλανιότανε στους δρόμους με τις ώρες. Από τότε που τον απέλυσαν έψαχνε σαν τρελός για να βρει μία άλλη δουλειά. Αλλά μέχρι στιγμής τίποτα. Εκείνος όμως δε το έβαζε κάτω! Προσπαθούσε! Και παρότι ήξερε ότι οι πιθανότητες να πετύχει κάποιος στην ηλικία του ήταν ελάχιστες, αυτός επέμενε! Η δουλειά είναι δικαίωμα, έλεγε στα παιδιά του!
 Δεν ήταν πάντα έτσι τόσο αποφασιστικός, επίμονος και πεισματάρης. Όχι! Το πρώτο διάστημα μετά την απόλυσή του, δεν θα τον αναγνώριζες! Κυκλοφορούσε αξύριστος, άπλυτος, με ένα καταθλιπτικό και ταυτόχρονα κενό βλέμμα στα μάτια του. Το είχε πάρει κατάκαρδα! Δεν μπορούσε να το πιστέψει αυτό που του συνέβη. Ύστερα από τόσα χρόνια στην τράπεζα, ύστερα από τόσο κόπο και χρόνο που αφιέρωσε, πώς μπόρεσαν να του το κάνουν αυτό; Ήταν λογιστής και μετά από τόση αφοσίωση, περίμενε αύξηση,  αλλά αντί γι’ αυτή παρέλαβε το χαρτί της απόλυσης! Ήταν ράκος! Η γυναίκα του ανησυχούσε και τα παιδιά του τρόμαζαν που τον έβλεπαν! Είχε και πρόβλημα με την καρδιά του και φοβόντουσαν μην πάθει κάτι. Μια μέρα, ήρθαν όλοι οι λογαριασμοί μαζεμένοι. Τότε κατάλαβε ότι δεν είχε καιρό για χάσιμο. Είχε μία οικογένεια που στηριζόταν απάνω του. Δεν μπορούσε να τους παρατήσει! Κατάλαβε ότι με μία απόλυση δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου! Το είδε και λίγο εγωιστικά κιόλας. Ήθελε να αποδείξει σε αυτούς που τον απέλυσαν τι έχασαν! Έτσι, λοιπόν, άρχισε να ψάχνει…
 Τον πρώτο καιρό είχε απαιτήσεις, αναζητούσε υψηλές θέσεις που θα του άρμοζαν. Οι μέρες περνούσαν όμως και δουλειά δεν έβρισκε. Και οι λογαριασμοί φούσκωναν…  Σιγά-σιγά άρχισε να ψάχνει για οτιδήποτε. Δεν τον ένοιαζε πια ούτε αν η δουλειά θα ήταν επίπονη και εξοντωτική, ούτε αν θα ήταν κατώτερη των προσόντων του. Μόνο να ήταν δουλειά. Να έβγαζε έστω τα απαραίτητα για να ζήσουν!
 Ο ήλιος έδυε ξανά και ξανά, μα εκείνος ακόμη περιπλανιόταν. Ακόμα έψαχνε. Τον έπιανε μια απελπισία κάθε φορά που ο ήλιος έγερνε στη θάλασσα! Οι μέρες περνούσαν κι αυτός δεν είχε καταφέρει τίποτα! Δεν ήθελε πια να πηγαίνει σπίτι. Δεν μπορούσε!
Έτσι και σήμερα. Με τι μούτρα να επιστρέψει άπραγος; Πώς θα αντίκριζε τα παιδιά του, τη γυναίκα του… τον εαυτό του. Αγόρασε μία μπύρα από ένα περίπτερο και πήγε και κάθισε για λίγο σε ένα παγκάκι και κοίταζε τα τρένα που έφευγαν. Τα κοίταζε.
 Σηκώθηκε. Περπάτησε για αρκετή ώρα. Βρέθηκε σε μία πολυκατοικία. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μπήκε μέσα. Ανέβαινε τις σκάλες και σιγά-σιγά αύξανε τον ρυθμό των ποδιών του. Έτρεχε και συνάμα γελούσε, όπως όταν ήταν μικρός. Τον είχε πιάσει μία παράξενη ενέργεια που δεν μπορούσε να ελέγξει. Κάτι έψαχνε, αλλά τι; Στο τέλος των σκαλιών υπήρχε μία γκρι, σιδερένια πόρτα. Την άνοιξε.
 Είχε βρεθεί στην ταράτσα. Έβλεπε την πόλη από ψηλά. Μεγάλες πολυκατοικίες και κτήρια το ένα δίπλα στο άλλο, στενοί δρόμοι, πολύχρωμα αυτοκίνητα, άλλα να κινούνται σαν μανιακά κι άλλα να κάθονται. Έβλεπε κόσμο να βαδίζει προς όλες τις κατευθύνσεις, από’ δω κι από’ κει. Και φανταζόταν πως άλλοι γύριζαν κουρασμένοι στο σπίτι από τη δουλειά τους και πως άλλοι πήγαιναν. Μα εκείνος δεν είχε αυτό που τόσο λαχταρούσε.
 Πολλές σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό του. Πού πήγαν τα όνειρά του; Ποια η αξία του; Μην ήταν λίγος και γι’ αυτό τον απέλυσαν; Είμαι ένας αποτυχημένος, σκεφτόταν. Και τώρα πώς θα μεγαλώσω τα παιδιά μου; Τι θα απογίνει η οικογένειά μου, το σπιτικό μου;
Σταμάτησε για μια στιγμή όλες αυτές τις πικρές σκέψεις που μόνο πόνο του προκαλούσαν. Άφησε το βλέμμα του ελεύθερο και κοίταξε τον ουρανό. Άκουσε τους ήχους της πόλης και τις φωνές των ανθρώπων. Αφουγκραζόταν ασάλευτος.
 Ξαφνικά μία κραυγή βγήκε από μέσα του "Αφού δεν μπορώ αλλιώς, είναι καλύτερα έτσι!". Μετακινήθηκε λίγα βήματα πιο μπροστά. Κοίταξε κάτω στο κενό.  Το αδιέξοδο τον έπνιγε. Δεν άντεχε άλλο. Έχασε τον κόσμο γύρω του. Τα πόδια του τον τραβούσαν στο χάος. Διάλεξε να πέσει.

 Ένας δυνατός ήχος από το τρένο που σταμάταγε στο σταθμό τον ξύπνησε. Κοίταξε γύρω του με ένα βλέμμα απογοήτευσης. Φώτα στους δρόμους έδιναν μια ψεύτικη λάμψη στην πόλη και αυτός καθισμένος σε ένα κρύο, πράσινο παγκάκι. Σηκώθηκε. Ήταν αργά. Θα τον περίμεναν ανήσυχοι στο σπίτι. Αύριο πάλι! Ίσως αύριο! Και καθώς έσερνε τα βήματά του ψιθύριζε μελαγχολικά και θλιμμένα  ″Όνειρο ήταν!″.
Κατερίνα Ντόκου
_____________________________________________________________________________

6 Ιανουαρίου 2014


Πέπλα σιωπής



   Κάθονται απέναντι ο ένας στον άλλον. Βροχή χτυπάει μανιωδώς το παράθυρο και το τρένο φαντάζει να προσπαθεί να βρει κάπου να κρυφτεί. Κάθονται απέναντι ο ένας στον άλλον και κόσμος μιλάει, γελάει, υπάρχει γύρω τους, μα φαίνεται πως κανείς δεν μπορεί να διακρίνει την χαμένη ελπίδα η οποία φωλιάζει στο βλέμμα της. Εκείνος απορροφημένος από τις σκέψεις του κοιτάζει έξω στο παράθυρο. Η βροχή μοιάζει να τον έχει υπνωτίσει. Τον κοιτά απεγνωσμένα μα κάθονται απέναντι, γύρω τους κόσμος υπάρχει, αλλά εκείνος βρίσκεται αλλού.

   Το μόνο που ακούγεται στο δωμάτιο είναι ο χτύπος του ρολογιού και το θρόισμα των φύλλων του δέντρου που βρίσκεται δίπλα από το παράθυρο. Κάθονται απέναντι και σιωπή έχει κατακλύσει τις ψυχές του. Εκείνη νιώθει έναν οξύ πόνο στο στήθος. Θέλει να φωνάξει, να φωνάξει: "Πες μου τι φοβάσαι, πες μου για ποιόν λόγο σηκώνεσαι κάθε πρωί από το κρεβάτι σου, πες μου για τον τρόπο που οι δροσερές σταγόνες πέφτουν στους ώμους σου και αν σε κάνουν να νιώθεις ζωντανό, πες μου γιατί αφήνεις την σιωπή να σε στοιχειώνει, να με τρομοκρατεί."


Η βροχή σταμάτησε. Εκείνος φαίνεται να έχει χαθεί. Ανοίγει το συρτάρι της, βρίσκει ένα παλιό σημείωμα. Το σχήμα των γραμμάτων της θυμίζει κάτι. "Μία ημέρα θα ξανασυναντηθούμε, ίσως σε ένα σοκάκι, ίσως ανάμεσα στο πλήθος, ίσως θα βρέχει. Μία ημέρα θα ξανασυναντηθούμε και η σιωπή δεν θα κυριαρχεί πια."



Η βροχή σταμάτησε. Εκείνη διπλώνει το σημείωμα. Λαμπερές ακτίνες φωτίζουν ολάκερο το δωμάτιό της. Η βροχή σταμάτησε και εκείνη χαμογελάει στον ουρανό. Μία ημέρα...



Χριστίνα Χρήστου

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

14 Δεκεμβρίου 2013
Αρκεί μια στιγμή ...

 Τα γκρι σύννεφα πλήθαιναν στον ουρανό, καθώς το φθινοπωρινό αεράκι φυσούσε απαλά, 
συνοδευόμενο από το θρόισμα των ξεραμένων φύλλων που έπεφταν νωχελικά στο έδαφος.
 Εκείνος, με βαρύ βήμα, περιπλανιόταν άσκοπα στα λιγοστά σοκάκια της μεγαλούπολης, σφίγγοντας ασυνείδητα το λεπτό παλτό γύρω του. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο κι ο ίδιος χαμένος στα βάθη του μυαλού του, σε συλλογισμούς που δεν του πρόσφεραν τίποτα, παρά μόνο άγχος και στεναχώρια. Τα καστανόξανθα, ανάκατα μαλλιά του κυμάτιζαν ελαφρά στο ρυθμό του ανέμου, ενώ ένας φθαρμένος, δερμάτινος χαρτοφύλακας κρεμόταν μετά βίας από τον αριστερό του ώμο, χτυπώντας κάθε λίγο στο πλάι του ποδιού του, σε συγχρονισμό με το περπάτημά του. Κι αυτός συνέχιζε να προχωράει, χωρίς να γνωρίζει πού πηγαίνει, χωρίς να έχει συναίσθηση της πραγματικότητας. Μίας πραγματικότητας της οποίας ο ασφυκτικός κλοιός ένιωθε να τον πνίγει μέρα με τη μέρα.

 «Η ζωή είναι μικρή», λένε πολλοί, «γι’αυτό πρέπει να απολαμβάνεις κάθε της στιγμή». Αλλά πώς να χαρεί κάποιος τη ζωή, όταν η πληκτική ρουτίνα έχει γίνει πλέον αφόρητη; Όταν δεν υπάρχει πια τίποτα που να τον ευχαριστεί, γιατί, πολύ απλά, δε βρίσκει καμία διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο; Γιατί όλα του τα όνειρα έχουν καταστραφεί εδώ και χρόνια;

  Ο άνδρας, διατηρώντας σταθερό το βηματισμό του, βγήκε ύστερα από ώρα σε έναν κεντρικό δρόμο κι αισθάνθηκε το αμυδρό φως του ήλιου, που ξεπρόβαλε δειλά πίσω από ένα συννεφάκι, να τον τυφλώνει. Έφερε, λοιπόν, το ένα χέρι του μπροστά στο πρόσωπο ενοχλημένος, γυρνώντας το κεφάλι του από την άλλη μεριά, για να αποφύγει τις ακτίνες που τον χτυπούσαν επίμονα. Και, τότε, την είδε.
Το χέρι που κάλυπτε το πρόσωπό του κατέβηκε αργά, ενώ τη μόνιμη απάθεια στην έκφρασή του διαδέχθηκε ένα εμβρόντητο ύφος. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κάποια άλλη, κάποια που της έμοιαζε απίστευτα. Αλλά όχι. Τα μάτια του δεν τον γελούσαν. Ήταν αυτή.

  Είχαν περάσει εικοσιτρία χρόνια από την αποφοίτησή τους από το Λύκειο, από την τελευταία φορά που την αντίκρισε, ωστόσο η γυναίκα που στεκόταν τώρα στο απέναντι πεζοδρόμιο είχε αλλάξει ελάχιστα, λες και τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος  στο πέρασμά του την είχαν προσπεράσει. Τα πλούσια, μαύρα μαλλιά της έπεφταν ανάλαφρα πάνω στους ώμους, ενώ η ίδια, με σταυρωμένα τα χέρια κάτω από το στήθος, έριχνε πού και πού ανυπόμονες ματιές δεξιά κι αριστερά, παρακολουθώντας αδιάφορα τα αυτοκίνητα να περνάνε ένα-ένα από μπροστά της.

Εκείνος, ανίκανος να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, παρέμεινε στάσιμος εκεί, να την κοιτάζει υπνωτισμένος, ενώ κρυμμένες αναμνήσεις έβγαιναν πάλι στην επιφάνεια και τον κατέκλυζαν. Πώς ήταν δυνατό να ξεχάσει τα μεγάλα, σμαραγδιά μάτια της; Να ξεχάσει αυτό το σπινθηροβόλο, ονειροπόλο βλέμμα που τον μάγευε, σαν η δική του ματιά χανόταν στη δική της, ή τα κατακόκκινα χείλη της, που με κάθε σαγηνευτικό χαμόγελο που σχημάτιζαν, τον έβαζαν σε πειρασμό;

 Η καρδιά του επιτάχυνε, σαν από μόνη της, τον παλμό και ολόκληρο το σώμα του μούδιασε, καθώς η ανάσα που κράταγε εν αγνοία του πάλευε να βγει από τους πνεύμονες. Ξαφνικά, ο μυστήριος άνδρας αισθάνθηκε κάτι μέσα του να τον καίει. Ίσως ήταν η ένταση της στιγμής, ίσως όλα αυτά τα συναισθήματα που, έπειτα από τόσο καιρό, είχαν συσσωρευτεί και τώρα τον πλημμύριζαν, αλλά κάτι μικρό, σαν σπίθα, έλαμψε στο πίσω μέρος του μυαλού του.
 Τι θα γινόταν, αν διέσχιζε το δρόμο και πήγαινε να τη χαιρετήσει; Θα τον θυμόταν άραγε; Τι θα συνέβαινε, αν…αν της μιλούσε ειλικρινά και της αποκάλυπτε τα αισθήματα που τόσα χρόνια προσπαθούσε μάταια να καταπιέσει; Θα ανταποκρινόταν, ή θα τον περιγελούσε;

  Η γυναίκα στεκόταν ακόμα ακριβώς απέναντί του, ελέγχοντας τακτικά το ρολόι της, καθώς εκείνος είχε βυθιστεί στην άβυσσο των στοχασμών του. Αυτή η σύντομη αναλαμπή που είχε φωτίσει τις σκέψεις του μετατρεπόταν σιγά-σιγά σε ένα δυνατό φως και μία γλυκιά φλόγα τον ζέσταινε. Ήταν η μοναδική του ευκαιρία. Η μοναδική του ελπίδα να ξεφύγει από την ανιαρή και ανούσια καθημερινότητά του και να αποκτήσει, επιτέλους, τη ζωή που πάντα επιθυμούσε. Να αποκτήσει τη γυναίκα που είχε τη δυνατότητα να τον κάνει πραγματικά ευτυχισμένο. Τότε, το να χαμογελά θα του ήταν πολύ πιο εύκολο, γιατί θα έβγαινε φυσικά και αβίαστα. Δε θα χρειαζόταν να προσποιείται ότι διασκεδάζει, ενώ η ψυχή του πονά.

Ο άνδρας αναστέναξε και ανοιγόκλεισε απότομα τα μάτια, βγαίνοντας από το λήθαργο. Είχε έρθει, λοιπόν, η κατάλληλη ώρα. Ή τώρα, ή ποτέ, σκέφτηκε, παίρνοντας μία βαθιά ανάσα. Η μοίρα με προσκαλεί στο παιχνίδι της και δε σκοπεύω ν’αρνηθώ. Δύο λέξεις είναι μόνο: «Σ’αγαπώ».

Τη στιγμή, όμως, που πήρε την απόφαση να κάνει ένα βήμα μπροστά, για να κυνηγήσει το χαμένο του όνειρο, το στομάχι του σφίχτηκε στο θέαμα αντίκρυ. Ένας άλλος άνδρας, γύρω στη δική του ηλικία, πλησίασε τη γυναίκα, κρατώντας από τη μία ένα μικρό κοριτσάκι κι από την άλλη μία βαλίτσα. Εκείνη σήκωσε στην αγκαλιά της το παιδάκι και του χαμογέλασε γλυκά, χαϊδεύοντας τα καστανά μαλλάκια του κι ύστερα το άφησε πάλι κάτω και στράφηκε προς τον αρρενωπό άντρα δίπλα της, που, όπως αποδείχτηκε τελικά, ήταν ο σύζυγός της. Η γυναίκα έπεσε με λαχτάρα στην αγκαλιά του κι έμεινε να τον κρατάει σφιχτά για λίγο, μέχρι που τον έσπρωξε με μία μαλακή κίνηση, για να του δώσει αργότερα ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα.

Εκείνος, βλέποντάς τη να τον φιλάει μ’αυτό τον τρόπο, κατέβασε το κεφάλι και ξεροκατάπιε, νιώθοντας ταυτόχρονα ένα κύμα παγωνιάς να διαπερνάει το σώμα του. Η φλόγα που έκαιγε εδώ και ώρα μέσα του άρχισε να τρεμοπαίζει και, σταδιακά, να λιγοστεύει, μέχρι που έσβησε τελείως. Για άλλη μια φορά, το σκοτάδι τον κυρίευε, ενώ ο ίδιος έκανε άτονα μεταβολή, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού απογοητευμένος. Το κενό του βλέμμα εστίασε στην άσφαλτο και του πέρασε φευγαλέα η ιδέα να γυρίσει και να κοιτάξει πίσω του. Όμως δεν το έκανε. Γιατί ήξερε καλά ότι κι η τελευταία του ελπίδα είχε πια χαθεί, σαν τη σκόνη που διαλύεται με το φύσημα του ανέμου. Αν είχε πιο δυναμικό χαρακτήρα, αν δεν του έλειπαν το θάρρος κι η αυτοπεποίθηση, μπορεί τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Αν της είχε φανερώσει την αλήθεια τότε, που ήταν ακόμη νέοι, ίσως τώρα να περπατούσε αυτός μαζί της, κρατώντας το δικό τους παιδί στα χέρια του. 
Πολλά θα μπορούσαν να είχαν συμβεί.
Αν…


Ηλιάνα Τοχοβίτη

                                                                                                                                                       

20 Οκτωβρίου 2013
Το δάκρυ της Σελήνης




Και η σελήνη καρφωμένη ψηλά στο φόντο του νυχτερινού ουρανού, δάκρυσε και το είδωλό της από τη θάλασσα είπε « Mια όμορφη και όμως τόσο μελαγχολική μελωδία ηχεί στα αφτιά μου, οι νότες τόσο υπέροχα και τόσο γλυκά με αγκαλιάζουν, ταξιδεύουν στον αέρα γύρω μου και με γεμίζουν. Ξεχειλίζουν από μέσα μου, κολυμπούν στον απύθμενο βυθό της αβύσσου που κρύβω στην ψύχη μου, διαπερνούν το σκοτάδι μου και αγγίζουν την ουσία του φωτός μου, προκαλούν τον ωκεανό μου να αρχίσει να χορεύει μαζί τους, τα κύματά μου ριγούν, κινούνται πότε επικίνδυνα και πότε ήρεμα μέσα στη σκοτεινή θολή μου νύχτα..

Και εκεί ψηλά στον κατάμαυρο ουρανό μου βρίσκεται η πραγματική σελήνη μου, όπου ολόγεμη και υπερήφανη στέκει , ακτινοβολώντας το ζεστό μα αχνό της φως στα ψυχρά σκοτεινά νερά του βάθους της δικής μου θάλασσας. Σχηματίζει εκεί ένα φωτεινό μονοπάτι που διασχίζει την άβυσσο, τη διαπερνά και οδηγεί στα απύθμενα δαιδαλώδη μονοπάτια της. Και η μελωδία εξακολουθεί να δονεί με την τρυφερή νοσταλγία της το χώρο γύρω μου και μέσα μου!

Μέσα σε αρμονία απόλυτη και λυρικά σαγηνευτική το αγνό φως της Ουράνιας Σελήνης αγκαλιάζει το σκοτάδι της αβύσσου και η αυτή με μανία , μέσα από έναν βουβό ρυθμό , προσπαθεί να ακουμπήσει τη σελήνη, να νιώσει το άγγιγμά της, λες και λαχταρά να σβήσει απρόσμενα το φως της. Αυτή η αέναη μάχη είναι αιώνια, χάνεται στις σκόνες της κλεψύδρας του χρόνου και όμως, το φως της Σελήνης που πετά ψηλά στην καταχνιά του Ουρανού, δεν θα είχε αξία δίχως την Άβυσσο. Άλλωστε και τα σκοτεινά νερά της αβύσσου θα έστεκαν ακίνητα σα νεκρά δίχως τη φωτεινή έλξη της σελήνης.
Ψηλά στο σκοτεινό θόλο του ουρανού μου εκατομμύρια αστέρια στολίζουν το άγριο τοπίο, άλλα φωτεινά και λαμπερά και άλλα θαμπά και χλομά.! Όλα μαζί τρεμοπαίζουν στον ξέφρενο ρυθμό της δίκης τους μελωδίας, θαρρείς και απολαμβάνουν την μάχη που δεν θα λάβει τέλος ποτέ, μια μάχη αέναη, παντοτινά θορυβώδης και σκληρή.

Ξάφνου, στο ήδη άγρια ποτισμένο όμορφο τοπίο, κομήτες περνούν μπροστά από τα αστέρια γρήγοροι και φωτεινοί, αστράφτουν και σκεπάζουν το φως των αστεριών μου. Περνούν από μέσα τους λες και θέλουν να κλέψουν τον θρόνο τους και εκεί που τα καταφέρνουν εκεί σβήνουν για να περάσουν άλλοι κομήτες, πιο φωτεινοί, πιο απόκοσμοι και πιο γρήγοροι! Με τυφλώνουν και τότε δυσκολεύομαι να δω τα δικά μου αστέρια, που όσο φως και αν έχουν είναι πολύ μικρά μπροστά στους κομήτες σου που βομβαρδίζουν τον ουρανό μου. μουδιάζουν το βλέμμα μου, θολώνουν το νου μου και τότε είναι που ο δικός σου ουρανός γίνεται και δικός μου! Οι κομήτες σου, τα αστέρια μου. Αλλά και τότε πάλι χάνεσαι και μένω μόνη να ψάχνω να βρω τον δικό μου χαμένο ουρανό, τα δικά μου χαμένα αστέρια. Παλεύω μέσα σε μια χαοτική σύγχυση να δω το φως της σελήνης μου, του αληθινού προσώπου μου και το σκοτάδι της αβύσσου που ήταν είναι και θα είναι δικά μου. Όμως αναρωτιέμαι είναι πράγματι δικό μου αυτό που τελικά ανακαλύπτω; Πού είμαι, πώς λέγομαι;

Κοιτάζω μέσα στις λίμνες του βλέμματος σου, διακρίνω το βάθος της ψυχής σου και εκεί μέσα κοιτάζω το είδωλο μου, ένας υπέροχος καθρέφτης, δεν βλέπω όμως μοναχά ένα και μόνο είδωλο, βλέπω πολλά, μυριάδες μέσα του διαφορετικά είδωλα. Πρόσωπα που είναι πότε όμορφα και πότε άσχημα, πότε ζωντανά και πότε νεκρά, πότε φωτεινά και πότε θαμπά, πότε υπέροχα και πότε τρομαχτικά και τρομερά και πώς αλλάζουν, ω πώς αλλάζουν με τεράστια ανελέητη ταχύτητα.! Τόσο γρήγορα ίσα που διακρίνω τα χαρακτηριστικά τους. Είναι σκιερά είδωλα γνωστών και αγνώστων, με γνωρίσματα τόσο οικεία όσο και ξένα. Ποιο από όλα είναι το δικό μου, αλήθεια,  υπάρχει άραγε μέσα τους κάποιο δικό μου; Μοιάζει κάποια από αυτές τις φωτεινές σκιές με εμένα..; ή είναι όλες ξένες και άγνωστες;

Αυτός ο υπέροχος μαγικός καθρέφτης που βρίσκεται μες στα μάτια σου είναι δικός σου ή δικός μου. Μήπως βλέπω εγώ μέσα από τα δικά σου μάτια; Μήπως τα πρόσωπα αυτά είναι δικά σου πρόσωπα, δικά σου σκιερά είδωλα; Μήπως αυτό που πραγματικά είμαι,ι είναι ένας υπέροχος και όμως τόσο τρομαχτικά τρομερός καθρέφτης ή μήπως ένα είδωλο; Μήπως αυτό που δείχνω είναι η πολυπλοκότητα της απύθμενης ψυχής σου; Τα λάθη σου; Μήπως βρίσκομαι εδώ για να σου μάθω να κοιτάς μέσα στα δικά σου μάτια; Τελικά η άβυσσος και η σελήνη μου είναι πράγματι δικά μου; Τα αστέρια μου και οι κομήτες που σχίζουν το θόλο του ουρανού μου; Είναι δικά σου; Άραγε είμαι απλά ένας τέλειος καθρέφτης; Το είδωλο που θα σου μάθει να βλέπεις τα πολλά προσωπεία της ψυχής σου;

Αν φύγει το είδωλό μου μακριά σου, αν βυθιστεί και άλλο μέχρι τον απύθμενο βυθό της σκοτεινής μου θάλασσας τι θα γίνω..; Ένας άδειος καθρέφτης ή θα σπάσω και θα φανεί από πίσω η κλειστή πόρτα της δίκης μου αληθινής ψυχής; Θα δω ίσως τότε τον πραγματικά δικό μου απέραντο ωκεανό; Τον θρόνο της δικής μου φωτεινής σελήνης να σκορπά το αραχνοΰφαντο φως της στα δικά μου φωτεινά και θαμπά άστρα;»

Και η μελωδία αργά, αργά σιγεί, χάνεται, αυτή η υπέροχη και μελαγχολική μουσική ηρεμεί και σβήνει στο σκοτάδι από το οποίο προήλθε.
Μαρία - Γιασμίν
(Αναγνωστέλου Μαρία - Β)

______________________________________________________

Περιγράφω ένα πρόσωπο, τον αδερφό μου ...

σχήμα προσώπου: στρογγυλό
μάτια: αμυγδαλωτά
βλέμμα: άγριο
μύτη: κλασική
χείλη: λεπτά
δόντια: αστραφτερά
χαμόγελο: γοητευτικό
πιγούνι: γενάτο
αυτιά: πλακωτά
μαλλιά: δεν έχει
χέρια: δυνατά
πόδια: καλαμένια
σώμα: γερό, στητό
βάδισμα: περήφανο
ντύσιμο: του κουτιού
εμφάνιση: εκλεπτυσμένη

Κοιτώ τον εαυτό μου 
στον καθρέφτη
κι αναρωτιέμαι
"αδερφέ μου, άραγε σου μοιάζω;
στη δύναμη ,αδερφέ,  και στην περηφάνεια
θα 'θελα πιό πολύ ... "



Μαρία Θανάση Α΄1

____________________________________________________________________________

"Η κερένια κούκλα"
Η ψυχή της ήταν ένα ατελείωτο πηγάδι
γεμάτο μεθυσμένα συναισθήματα
Μία θάλασσα όπου νεκρά επιπλέουν
τώρα τα όνειρα που με τόσο κόπο έστησε κάποτε
Ένα ξεθωριασμένο κουτί που μέσα του 
σώριαζε τις τρομακτικές της σκέψεις και τους εφιάλτες της
Όσα δεν χώραγαν κάτω από ένα χαμόγελο
γινόντουσαν δάκρυα.
Ήταν πλέον κενή, το σώμα της είχε
αφεθεί στις φωνές όπου τώρα δοξασμένα τη στοίχιωναν 
Έτσι ασάλευτη και αδάκρυτη 
ψάχνει δαιμονισμένα την ουτοπία της
γνωστή πλέον ως χώρα των δακρύων.

Ελισάβετ Σπυροπάλη  Α΄3 


__________________________________________________

«Η ανηφόρα με τ’ αγκάθια»



Και είναι οι εποχές δύσκολες
σαν μια ανηφόρα γεμάτη αγκάθια
κάποιοι τα πατάνε δίχως πόνο
και πορεύονται στης νίκης το δρόμο

Δρόμος μακρινός ειν’ από ‘δω η καλοσύνη
τον ήλιο με νερό τρέχεις για να τον σβήσεις
Απ’ τα τριαντάφυλλα τα άνθη μαραίνονται
κι ολούθε αγκάθια φυτρώνουν

Κάποιοι όμως ματώνουν και πονούν
κι επιθυμούν να ανεβούν, μα δεν μπορούν
γιατί μια δύναμη τους κάνει να απελπιστούν

Δύναμη μεγάλη έχει η εξουσία
ψεύτικος ειν’ ο κόσμος δίχως την ευτυχία
μα σιγοσβήνει η χαρά
ένα κερί που το φυτίλι του τελειώνει πιο γοργά.

Κι όσο πιο πάνω στην ανηφόρα θα διαβαίνεις,
τόσο καλύτερος θα γίνεσαι
μα το πλήθος μένει κάτω, στον πάτο
εκεί που είναι στάσιμοι όλοι
μα είναι πάλι μόνοι
μόνοι με κακία, απληστία και σφοδρή κακοβουλία.

Για πολλούς η ανηφόρα είναι μεγάλη
και για άλλους πιο μικρή
μα η ζωή είναι σαν έργο
που μ΄ ανυπομονησία θες να δεις.  

Μα η αναμονή σε κάνει
της υπόλοιπης ζωής
τη χαρά να αρνηθείς.

Δράκους και φουρτούνες αντικρίζεις παντού
μα είναι αυτοί που θα σε κάνουν να αντισταθείς,
μα είναι αυτές που ναύτη καλό θα σε αναδείξουν.

Σαν λουλούδι είν’ η κακία που φυτρώνει σ’ ένα κόσμο
κι όχι μόνο
οι καρδιές πλημμυρίζουν από φθόνο
και είναι δύσκολο το νου τους να αμβλύνουν
γιατί η εκδίκηση τους κάνει να μη θέλουνε να ζήσουν

Μαραθώνιος ο δρόμος για να φτάσεις στο ιδανικό
και λυσσασμένα σκυλιά θα δεις
να θέλουν να φάνε ένα κομμάτι κρέας
και θα σε κυνηγάνε οι σκέψεις
σαν θα βλέπεις ένα ψεύτικο κόσμο να γεννιέται
μα στην πρεμιέρα ενός νέου θα απουσιάζεις
γιατί την ανηφόρα με τα’ αγκάθια θα ‘ναι δύσκολο να ανέβεις.




Νεφέλη Βαρτζιώτη  Γ΄1


___________________________________

Άκασα

Σε μια χώρα μακρινή
έτυχε να βρεθώ πριν χρόνια.
Είχε πολλά βουνά
και διάσπαρτα, μικρά σπιτάκια
κι οι άνθρωποι ήταν πρόσχαροι,
όλοι αγαπημένοι.
Τα βράδια με Πανσέληνο,
μαζεύονταν στα δάση
και χόρευαν ως το πρωί,
με συντροφιά την Πλάση.
Νεράιδες και ξωτικά,
κρυμμένα πίσω απ’ τα  φύλλα,
στήναν κι αυτά χορό,
το βράδυ αυτό,
το μαγικό.
Κέλτικες άρπες και φωτιές,
τραγούδια για τη Φύση.
Έτσι ήταν η ζωή, στη χώρα αυτή,
τη μακρινή.

Γιατί ο Κερνούνος κι η Θεά,
ίσως και κάποιοι άλλοι,
τούτο τον τόπο ευλόγησαν
κι όλο τον άλλο κόσμο.
Οκτώ φορές, λοιπόν,
μέσα σε ένα χρόνο,
Μάγισσες και Δρυΐδες συναντώ,
στα ιερά τα μέρη.
Αέρα και Φωτιά,
Γη και Νερό,
το Άκασα τα ενώνει,
το Αιθερικό.

Ηλιάννα Τοχοβίτη Α΄3


                              ----------------------------------------------------------------------            

Η παλιά καφέ καρέκλα

Πήγαινε στο συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο κάθε απόγευμα, μόλις τελείωναν τα μαθήματά της στο πανεπιστήμιο. Καθόταν πάνω σε μία παλιά, καφέ καρέκλα η οποία τρίκλιζε κάθε φορά που εκείνη κουνούσε το χέρι της για να γυρίσει τη σελίδα του βιβλίου.

Μια βροχερή ημέρα του Ιανουαρίου, εκείνος μπήκε μέσα στο βιβλιοπωλείο για να προφυλαχθεί από τη τρομερή καταιγίδα, καθώς και για να ψάξει ένα βιβλίο για τις σπουδές του στα Μαθηματικά. Όμως αντί για εξισώσεις και κλάσματα βρήκε τα μελί της μάτια.

Την κοίταξε νιώθοντας αιχμαλωτισμένος από την ομορφιά που αναδυόταν από τον τρόπο με τον οποίο ήταν βυθισμένη μέσα στην νουβέλα. Πλησίασε συνάμα της σαν μια αόρατη δύναμη να τον σπρώχνει. «Σε παρατηρώ εδώ και μερικά λεπτά. Νομίζω έχω ερωτευτεί τον τρόπο με τον οποίο διαβάζεις», της είπε χαμογελώντας. «Δεν νομίζω να μπορεί κάποιος να ερωτευτεί, έστω και μια ιδέα, μέσα σε λίγα λεπτά», του απάντησε  χωρίς να έχει ξεκαρφώσει τη ματιά της από τις σελίδες του βιβλίου.

Χωρίς να απογοητευθεί εκείνος πήρε ένα χάρτινο σελιδοδείκτη, έγραψε το νούμερό του πάνω σε αυτό και της το έδωσε. Έπειτα βγήκε έξω στην παγερή βροχή. Εκείνη πήρε στα χέρια της τον σελιδοδείκτη χωρίς να τον κοιτάξει, και τον έβαλε βαθιά μέσα στην τσέπη της.

Οχτώ χρόνια μετά εκείνος προχωράει στον ίδιο δρόμο με τον γιό του – ο οποίος είχε μάτια όμορφα, μελί.  Μία δύναμη που είχε ξανανιώσει πολλά χρόνια  πριν, μα ποτέ ξανά παρά τώρα, τον σπρώχνει προς το εστιατόριο που βρίσκεται αντικριστά του.

Ξαφνικά βλέπει κάτι γνώριμο ανάμεσα στους γελαστούς ανθρώπους και τα αχνιστά πιάτα. Μια παλιά, καφέ καρέκλα ξεθωριασμένη, μα στην ίδια θέση που ήταν και τότε.

Η παλιά, καφέ καρέκλα είναι εκεί, εκείνη όμως όχι.


Χριστίνα Χρήστου - Α΄3

_________________________________________________________________

Μην ανησυχείς
Μην ανησυχείς
όλα τα διαγωνίσματα
στα οποία απέτυχες
κάποια μέρα δεν θα σημαίνουν
τίποτα
αφού θα μαθαίνεις για
τα γνωμικά του Σωκράτη και
ακόμα θα αναρωτιέσαι
ποιο είναι το νόημα μερικών αριθμών
μπροστά σε αυτό της ζωής
Μην ανησυχείς
όλα τα φανταχτερά ρούχα
τα οποία αγόραζες τόσο καιρό
κάποια μέρα δεν θα σημαίνουν
τίποτα
αφού θα γίνεις μια όμορφη νεαρή
σαν όλες τις άλλες πάνω
στη γη αυτή
Και το αγόρι το οποίο νόμιζες ότι
κάποτε αγάπησες
Το αγόρι στο οποίο έδωσες την
αθώα καρδιά σου και την γυρισε
πίσω σημαδεμένη
κάποια μέρα δεν θα σημαίνει
τίποτα
αφού θα αγαπηθείς και θα αγαπήσεις
πραγματικά
τούτη τη φορά
Να ελπίζεις
Όλα αυτά τα ασήμαντα πράγματα
που τώρα μοιάζουν σαν ένα
απέραντο μαύρο τούνελ
κάποια μέρα θα σε κάνουν να γελάς
επειδή ήσουν τόσο αφελής
και να κλαίς
καθώς θα συνειδητοποιείς
πως δημιούργησαν αυτό
που είσαι τώρα

Χριστίνα Χρήστου - Α΄3



__________________________________________________________________________

ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΝΟΣ ΕΦΗΒΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ

'' ΑΝ ΘΕΣ ΝΑ ΜΕ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ''

Αγαπητέ Άγνωστε,
ξέροντας ότι οι μέρες μου σιγά – σιγά τελειώνουν λόγω αυτού του σκληρού και
άκαρδου πόλεμου , θέλω να αφήσω το «βιογραφικό μου» (το μοναδικό που θα γράψω)
για να μην ξεχαστώ! Να μην ξεχαστώ! Μια μεγάλη φράση , για έναν έφηβο!

Γεννήθηκα , στην Αθηνα στις 13/5/1928 . Πριν αρχίσει ο πόλεμος με τους γερμανούς
βοήθαγα τον πατέρα μου στα χωράφια . Όταν έφτασα τα δώδεκα, ξέσπασε ο
πόλεμος . Ο πατέρας μου πολέμησε και άφησε την τελευταία του πνοή στο οχυρό ''Ρούπελ''. ''Έπεσε ηρωικά μαχόμενος'' έγραφε το τηλεγράφημα που διάβασε η μητέρα μου και σπάραξε στα κλάματα . Ύστερα από δυο χρόνια έφτασα τα δεκατέσσερα, μα η μητέρα μου είχε πεθάνει από τις σφαίρες των Ναζί, γιατί κρύβαμε για μήνες την εβραία γειτόνισσά μας στο υπόγειο. Αχ μάνα! Αχ καλή μου μάνα!

Έτσι έμεινα μόνος σε αυτόν τον κόσμο . Εντάθηκα αρχικά στους ''Σαλταδόρους'' . Ήμασταν μια μικρή ομάδα παιδιών και πολεμούσαμε κλέβοντας τρόφιμα και άλλα υλικά χρήσιμα από τους Ναζί! Εκεί παρατήρησα ότι είχα κάτι κοινό με τους άλλους εφήβους . Τον πόθο για λευτεριά και αγώνα! Κι έτσι έπειτα, οργανωθήκαμε και πολεμούσαμε τον εχθρό.

Σιγά – σιγά με την πάροδο του χρόνου έβλεπα πια τις φανερές αλλαγές να γίνονται
στο σώμα μου , αλλά και στον χαρακτήρα μου ! Οι μύες μου μεγάλωναν , είχα γίνει
πιο απόλυτος , ισχυρογνώμων και επιθετικός . Το ύψος μου επίσης είχε αλλάξει ,
ήμουν ο πιο ψηλός γι'αυτό άλλωστε και όλοι στη παρέα με φώναζαν ''Ο πύργος''. Κάθε
μέρα ένιωθα όλο και πιο δυνατός όλο και πιο σίγουρος για τον εαυτό μου , ένιωθα πως ό,τι κι αν γινότανε,  εγώ θα παρέμενα σώος και αβλαβής !

Μια νύχτα , κάποιος μας χτύπησε την πόρτα . Ήταν μια κοπελίτσα στην ηλικία μου. Μοίραζε προκηρύξεις και ζητούσε βοήθεια. Κάτι ένιωσα μέσα μου εκείνη την στιγμή , όχι μίσος , κάτι που μόνο μια φορά το είχα ξανανιώσει στην αγκαλιά της μητέρας μου!
Είχα  την εντύπωση πως ταιριάζαμε , αλλά δεν ήξερα το γιατί !?!
Οι μέρες περνούσαν και όλο την ''ερωτευόμουν'' πιο πολύ! Μια νύχτα , ακούσαμε φωνές και τον ήχο των μοτοσακό των Γερμανών , να έρχονται σπέρνοντας τον τρόμο . Μας είχαν ανακαλύψει και έρχονταν μας σκοτώσουν !

 Η πρώτη μου κίνηση ήταν  να φυγαδέψω την όμορφη κοπελίτσα, '' Μαίρη'' την φωνάζαμε, που τόσο αγαπούσα .Τα κατάφερα, μα δυστυχώς εγώ και οι άλλοι μείναμε πίσω. Οι Γερμανοί μας πρόλαβαν και ένιωσα μια σφαίρα να με διαπερνά .Τώρα ,κάθομαι εδώ, στην υγρή φυλακή περιμένοντας την εκτέλεση. Στα μάτια μου έχω τους συντρόφους μου νεκρούς να κείτονται στο πάτωμα κι εγώ λίγο πριν την ύστατη ώρα, γράφω το…βιογραφικό μου .
Ελπίζω , άγνωστε , παρόλο που δεν σε γνώρισα, δεν σε αγάπησα , δεν ήπιαμε ή φάγαμε μαζί , να έχεις ό,τι καλύτερο στη ζωή σου , μα σε παρακαλώ κάνε μου μια χάρη ! ΜΗΝ ΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙΣ!
Με πόνο στην καρδιά και αίμα στο στόμα,
Μέξιας  Αναστάσιος (13/5/1943)

Αναστάσιος Μέξιας Α΄2



__________________________________________________
Αόρατες Μάσκες

 Σάββατο απόγευμα, μην έχοντας τι να κάνω, κάθισα για λίγο στο μπαλκόνι παρατηρώντας τους ανθρώπους που περνούσαν. Κάποιοι ήταν βιαστικοί, άλλοι προβληματισμένοι, άλλοι αγχωμένοι, άλλοι εντελώς ψυχροί, αλλά αυτοί που μου έκαναν την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν αυτοί που υποτίθεται ότι χαμογελούσαν.

Άνθρωποι οι οποίοι υποτίθεται ότι ήταν χαρούμενοι και ότι η ευτυχία πήγαζε από μέσα τους.
'Ανθρωποι οι οποίοι υποτίθεται ότι χαμογελούσαν με την καρδιά τους. Αλλά δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο διότι πολύ απλά έδειχναν πράγματα που έδειχνε η μάσκα που φορούσαν.
Όλος  ο κόσμος φοράει μάσκες πλέον!

'Ισως επειδή το επιβάλλει η κοινωνία στην οποία ζούμε ή επειδή υπάρχει στο
DNA μας.
Οπουδήποτε και αν κοιτάξω, με λίγη προσοχή, μπορώ εύκολα να διακρίνω ανθρώπους που προσποιούνται την συμπόνια για τον συνάνθρωπό τους, ανθρώπους που προσποιούνται τους φίλους ξεγελώντας ακόμα και τον ίδιο τους τον εαυτό, ανθρώπους που προσποιούνται τους γενναίους για να κρύψουν την δειλία τους ή ακόμη και ανθρώπους που προσποιούνται τους δυνατούς για να κρύψουν την αδυναμία τους. Και όλα αυτά με την βοήθεια της ψευτιάς, της υποκρισίας μα κυρίως της αόρατης μάσκας τους.



Τέτοιου είδους άνθρωποι μοιάζουν με ηθοποιούς έτοιμους να παίξουν σε παράσταση.
Μια παράσταση χωρίς άμεσο σεναριογράφο και με άπειρους ρόλους. Μα οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι είναι ύπουλοι, υποχθόνιοι. 'Ετοιμοι να καταβροχθίσουν όποιον τους σταθεί εμπόδιο, έτοιμοι να κάνουν το οτιδήποτε για να ικανοποιήσουν ακόμη και την πιο ασήμαντη επιθυμία τους, έτοιμοι να φορέσουν το πιο φιλικό χαμόγελο που υπάρχει και να παραστήσουν τους φίλους στα θύματά τους μέχρι να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους.

Μα δυστυχώς συνειδητοποιώ σιγά-σιγά πως υπάρχουν πολλοί τέτοιοι “πρωταγωνιστές” γύρω μου και σαν να τους νιώθω να εξαπλώνονται σαν ιός παντού σε διαφορετικές μορφές, μα αυτό που με τρομάζει περισσότερο είναι ότι καταλαβαίνω σιγά-σιγά ότι όλοι έχουμε ένα “κομμάτι” από αυτόν τον ιό μέσα μας.
Πλέον έχουμε καταντήσει να λέμε <<Καλημέρα>>,<<Τι κάνεις;>> ψυχρά και χωρίς να καταλαβαίνουμε το νόημα πλέον αλλά πολύ απλά να τα επαναλαμβάνουμε σαν κολλημένες κασέτες νομίζοντας πως είναι ο καλύτερος τρόπος για να δείξουμε το ενδιαφέρον μας στους άλλους μπαίνοντας έτσι στο πετσί του ρόλου μας, πείθοντας ακόμη και τον ίδιο μας τον εαυτό. Πράγμα που με τρελαίνει!

Αν συνεχιστεί αυτό, στην πορεία θα χάσουμε το νόημα των πραγμάτων και θα καταλήξουμε να ζούμε σε έναν άλλον κόσμο.
'Εναν κόσμο στον οποίο οι άνθρωποι έχουν μία προγραμματισμένη συμπεριφορά μα κυρίως χωρίς αληθινά συναισθήματα, διότι θα έχουμε δηλητηριαστεί από τον ιό της υποκρισίας και της ψευτιάς! Και το χειρότερο! Θα γίνουμε όλοι πρωταγωνιστές σε αυτήν την τραγική παράσταση...
Μετατρέποντας τον εαυτό μας σε κάποιους που καταβάθως απεχθανόμαστε....

Μαμπέλ Αχιάκο
Τάξη Β΄1

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου